φαρμακευτικά φυτά

φαρμακευτικά φυτά
Ονομασία ορισμένων φυτών που χρησιμοποιούνται στη θεραπευτική ή από τα οποία λαμβάνεται με ειδική επεξεργασία παρασκεύασμα (εκχύλισμα) για τον ίδιο σκοπό. Ήδη από την αρχαιότητα οι άνθρωποι κατέφευγαν στα φυτά για την ανακούφιση των πόνων και τη θεραπεία των ασθενειών τους, ίσως μάλιστα η βαθιά πίστη τους στη θεραπευτική αξία πολλών φυτών οφειλόταν στη δεισιδαιμονία τους ή ακόμα και σε τυχαίες ανακαλύψεις. Η πίστη αυτή εδραιωνόταν σιγά σιγά εξαιτίας των ευνοϊκών αποτελεσμάτων της χρήσης τους και ο κατάλογος των φ.φ. εμπλουτιζόταν με νέα, καθένα από τα οποία υποδεικνυόταν για ορισμένη ασθένεια. Η εισαγωγή όμως των μεθόδων της χημικής ανάλυσης και της φαρμακολογικής έρευνας στα νεότερα χρόνια συνετέλεσε στον αποκλεισμό πολλών φυτών, γιατί αποδείχθηκε ότι δεν είχαν καμιά θεραπευτική αξία. Αναμφισβήτητα είναι πολλά ακόμα τα φυτά με μεγάλες θεραπευτικές ιδιότητες που παραμένουν τελείως άγνωστα και περιμένουν την ανακάλυψή τους και την εισαγωγή τους στην ιατρική επιστήμη. Για πολλά χρόνια η προμήθεια φ.φ. στηριζόταν στη συλλογή τους σε άγρια κατάσταση, στις μέρες μας όμως καλλιεργούνται συστηματικά και σε πλατιά κλίμακα. Στην Ελλάδα τα περισσότερα φυτρώνουν μόνα τους και μερικά καλλιεργούνται (μέντα, γλυκόρριζα, δάφνη, ρίγανη, χαμομήλι, ευκάλυπτος, λυκίσκος, μάραθο, σινάπι, μολόχα κ.ά.). Μεγάλη σημασία έχει η ώρα και η εποχή της συλλογής τους, καθώς και ο τρόπος της αποξήρανσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δηλητηριώδη φυτά — Όλα τα φυτά που περιέχουν ουσίες (κυρίως αλκαλοειδείς και γλυκοσίδια) βλαβερές για τον άνθρωπο και τα ζώα. Οι ουσίες αυτές αποτελούν βασικά δηλητήρια και η εμπειρική και ανεξέλεγκτη χρήση τους μπορεί να προκαλέσει δηλητηριάσεις, λιγότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • φυτό — Γενική ονομασία, που δίνεται στα ποώδη, θαμνώδη και δενδρώδη ζώντα είδη. Ένα φ., με την κοινή σημασία της λέξης, που δεν είναι λανθασμένη αλλά οπωσδήποτε ελλιπής, αποτελείται από 3 βασικά συστατικά στοιχεία: ρίζα, βλαστό και φύλλα, τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

  • επιλογή — Φυσική ή τεχνητή διαδικασία, με την οποία κατορθώνεται από γενιά σε γενιά μια βραδεία βελτίωση και προσαρμογή των ζωντανών οργανισμών. Το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται, κατά ένα μεγάλο μέρος, στις εσωτερικές παραγωγικές ικανότητες των οργανισμών, οι… …   Dictionary of Greek

  • κρεμμύδι — Λαχανικό της οικογένειας alliaceae, γνωστό με την επιστημονική ονομασία Allium cepa. Πρόκειται για μονοκοτυλήδονη αειθαλή πόα, που μπορεί να φθάσει σε ύψος τα 60 εκ. Ανθοφορεί από τον Ιούνιο έως τον Ιούλιο και τα άνθη της είναι ερμαφρόδιτα και… …   Dictionary of Greek

  • φαρμακευτικός — ή, ό / φαρμακευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [φαρμακεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φάρμακα ή στην παρασκευή φαρμάκων 2. το θηλ. ως ουσ. η φαρμακευτική α) (παλαιότερα) η προσωπική τέχνη τής παρασκευής τών φαρμάκων β) (σήμερα) επιστήμη και τέχνη που …   Dictionary of Greek

  • Παραγουάη — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βολιβία στα Β, με τη Bραζιλία στα ΒΑ και στα Α, και με την Aργεντινή στα Ν και στα ΝΔ.Tο έδαφος της Παραγουάης δεν έχει γεωγραφική ενότητα και τα τεχνητά όριά του μπορούν να εξηγήσουν την ταραχώδη… …   Dictionary of Greek

  • νίκανδρο(ν) — το βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας τών σολανιδών με ένα μόνον είδος, γνωστό με τη λόγια ονομασία νίκανδρον το φυσσαλοειδές, ιθαγενές τής τροπικής Αμερικής και τών ΗΠΑ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < nicandra, από το όν. τού… …   Dictionary of Greek

  • πάρα — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… …   Dictionary of Greek

  • παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”